π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: «ΕΧΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ;»

 

Ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερία βουλήσεως;

Πρωτοπρ. Μιχαλ Βοσκο

         Ἕνα μεγάλο ἐρώτημα, ποὺ ἀπασχόλησε ὄχι μόνο τὶς διάφορες θρησκεῖες, ἀλλὰ καὶ τὴ φιλοσοφία καὶ γενικώτερα τὴ διανόηση ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ μέχρι τὶς μέρες μας, εἶναι τὸ ἐρώτημα περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως. Ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερία βουλήσεως ἢ οἱ ὁποιεσδήποτε ἐπιλογές του καθορίζονται ἀπὸ ἄλλους παράγοντες, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος δὲν μπορεῖ νὰ ἐπηρεάσει; Κατ’ ἀρχάς, νὰ σημειώσουμε ὅτι μὲ τὸν ὅρο «ἐλευθερία τῆς βουλήσεως» ἐννοοῦμε, κατὰ τὸν πλέον κλασσικὸ ὁρισμό, τὴν ἱκανότητα ἑνὸς ἀνθρώπου νὰ ἐπιλέγει μεταξὺ διαφορετικῶν ἐνεργειῶν χωρὶς ἐμπόδια. Τὸ ἐρώτημα περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα θεωρητικὸ ἐρώτημα, ἀλλὰ ἔχει σημαντικώτατες προεκτάσεις. Ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἠθικῆς εὐθύνης. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ἐλευθερία νὰ ἐπιλέγει τί θὰ πράξει, εἶναι καὶ ὑπεύθυνος τῶν πράξεών του καὶ τῶν ἐπιλογῶν του. Ἐὰν δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία, δὲν ἔχει κατ’ ἐπέκταση οὔτε καὶ εὐθύνη γιὰ τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἐπιλογές του. Τὰ ζῶα, ἐπὶ παραδείγματι, ποὺ δὲν ἔχουν ἐλευθερία βουλήσεως, δὲν ἔχουν ὁποιαδήποτε εὐθύνη γιὰ τὶς πράξεις τους. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι διαπράττουν κάτι τὸ ἠθικῶς μεμπτό, ἀλλὰ γιὰ κάποιο λόγο κρίνεται ὅτι δὲν ἔχουν «σῶας τὰς φρένας», ἀπαλλάσσονται τῆς οἱασδήποτε νομικῆς εὐθύνης.

       Στὸ καίριο αὐτὸ θεολογικὸ καὶ φιλοσοφικὸ ἐρώτημα δόθηκαν στὴν πορεία τῶν αἰώνων ποικίλες ἀπαντήσεις. Ἐκεῖνο πού, ὡστόσο, εἶναι ἐμφανὲς κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες εἶναι ἡ μεγάλη αὔξηση τῶν διανοητῶν ἐκείνων ποὺ βλέπουν μὲ σκεπτικισμὸ τὴν ἐλεύθερη βούληση στὸν ἄνθρωπο. Σημαντικώτερος πρόδρομος τῶν σκεπτικιστῶν τοῦ 20ου καὶ 21ου αἰῶνος ὑπῆρξε ὁ ὀλλανδοεβραῖος φιλόσοφος Μπαροὺχ Σπινόζα, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 17ο αἰώνα. Ἕνα ἄλλο γεγονός, ἐπίσης, ποὺ χαρακτηρίζει τὶς τελευταῖες δεκαετίες σὲ σχέση μὲ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε εἶναι ἡ ἐμπλοκὴ στὴν ὅλη προβληματικὴ καὶ ἄλλων ἐπιστημῶν, ὅπως ἡ Ἰατρική, ἡ Ψυχολογία, ἡ Βιολογία, ἀκόμη καὶ ἡ Φυσική.

         Ἡ ἐπαναστατικὴ ἀνακάλυψη τοῦ DNA καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἀποκρυτπογραφήσεώς του προσέδωσαν νέες διαστάσεις στὸ ὅλο θέμα. Στὶς μέρες μας ἀκοῦμε συνεχῶς νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸ DNA, γιὰ τὰ γονίδια, γιὰ τὴ Γενετική, τὴν Ἐπιγενετικὴ κ.ο.κ. Τὰ γονίδια ἀποτελοῦν, ὅπως εἶναι γνωστό, τὶς βασικὲς μονάδες, ποὺ µεταφέρουν μιὰ γενετικὴ πληροφορία ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, καί, ὡς ἐκ τούτου, συνδέονται μὲ τὸ μεγάλο θέμα τῆς κληρονομικότητος. Τὸ θέμα τῶν ἐπιδράσεων ἀπὸ τὴν κληρονομικότητα καὶ τὰ γονίδια εἶναι πλέον ἕνα θέμα ποὺ συζητεῖται εὐρέως καὶ μᾶς ἀπασχολεῖ ὅλους. Τὴν ἴδια στιγμὴ συζητεῖται εὐρέως καὶ ἕνα ἄλλο συναφὲς θέμα: ἡ καθοριστικὴ ἐπίδραση ποὺ ἔχει στὸν ἄνθρωπο τὸ περιβάλλον, μέσα στὸ ὁποῖο μεγαλώνει, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα ὁ τρόπος ζωῆς του. Ἡ Ἰατρικὴ καὶ ἡ Ψυχολογία ἀποδίδουν μεγάλη σημασία τόσο στὴν κληρονομικόηττα ὅσο καὶ στὶς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς.

         Οἱ διάφορες ἀπόψεις ποὺ ἐκφράζονται ἐπ’ αὐτῶν τῶν θεμάτων ἀπὸ ἐπιστημονικῆς καὶ ἀπὸ φιλοσοφικῆς πλευρᾶς ἐν πολλοῖς διίστανται μεταξύ τους. Ἄλλοι δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στὶς ἐπιδράσεις τῆς κληρονομικότητος καὶ τῶν γονιδίων, ἄλλοι στὶς ἐπιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς. Στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς ἐνδιαφέρουσας συζητήσεως τὸ μεγάλο ἐρώτημα περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως ἄλλοτε προσεγγίζεται περισσότερο θετικὰ καὶ ἄλλοτε περισσότερο ἀρνητικά. Ἐμεῖς στὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἔχουμε σκοπὸ νὰ ἀσχοληθοῦμε περαιτέρω μὲ τὶς διάφορες διιστάμενες ἀπόψεις τῶν ἐπιστημόνων, τῶν φιλοσόφων κ.ο.κ. Θὰ προσπαθήσουμε νὰ καταθέσουμε, ὅσο γίνεται μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια, τὴ διδασκαλία τῆς καθ’ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Βασικὴ διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, θεμελιωμένη στὴν περιγραφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ τελευταῖος ἀπὸ ὅλη τὴν ὑλικὴ δημιουργία μὲ ἰδιαίτερη ἐνέργειά Του καὶ μάλιστα κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν Του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής: ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Μετέχει τόσο στὴν ὑλικὴ δημιουργία μὲ τὸ σῶμα του, ὅσο καὶ στὴν πνευματικὴ δημιουργία (τῶν ἀγγέλων) μὲ τὴν ψυχή του. Γιὰ τὸν λόγο αὺτὸ ἀποτελεῖ σύνοψη καὶ ἐπιτομὴ τῆς ὅλης δημιουργίας· βρίσκεται στὸ μεταίχμιο τῆς δημιουργίας μεταξὺ ὁρατοῦ - ὑλικοῦ καὶ ἀοράτου – πνευματικοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι μόνο μία βιολογικὴ ὀντότητα, ἀλλὰ ἔχει λογικὴ καὶ (κατὰ Χάριν Θεοῦ) ἀθάνατη ψυχή. Δὲν εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνον ἕνα ἐξελιγμένο ζῶο μὲ ἡμερομηνία λήξεως, ὅπως θέλει νὰ τὸν βλέπει ἡ σύγχρονη ἄθεη διανόηση, ἀλλὰ εἶναι ἡ κορωνίδα τῆς ὅλης δημιουργίας καὶ εἶναι δημιουργημένος γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια, εἴτε τὸ θέλει εἴτε ὄχι. Ὅσο κι ἂν πολλοὶ διανοητὲς καὶ ἐπιστήμονες θέλουν νὰ βλέπουν τὸν ἄνθρωπο μονάχα σὰν ἕνα προχωρημένο στάδιο μιᾶς μακρᾶς ἐξελικτικῆς πορείας, τὰ ἀντικειμενικὰ δεδομένα βοοῦν: Μπορεῖ ὁποιοδήποτε ἄλλο ζωϊκὸ εἶδος νὰ δημιουργήσει πολιτισμό; Νὰ φτιάξει ἕναν Παρθενώνα ἢ μιὰν Ἁγία Σοφία; Μπορεῖ ὁποιοδήποτε ἄλλο ζωϊκὸ εἶδος νὰ ἀναπτύξει τὶς διάφορες ἐπιστῆμες, τὴν τεχνολογία, τὴ φιλοσοφία, τὶς τέχνες κ.ο.κ.; Ἀσφαλῶς ὄχι. Μόνο ὁ ἄνθρωπος διαθέτει τὰ πρὸς τοῦτο δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ δημιουργία του εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς βουλήσεως. Μὲ τὸν ὅρο «ἐλευθερία τῆς βουλήσεως» δηλώνεται θεολογικὰ ἡ δυνατότητα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ θέλει ἢ νὰ μὴ θέλει τὸ ἀγαθό, νὰ βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἢ νὰ διακόπτει αὐτὴν τὴν κοινωνία καὶ νὰ στρέφεται ἐνάντια στὸν Δημιουργό του. Αὐτὴν τὴν ἐλευθερία τῆς βουλήσεως διαθέτουν μόνο οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἐξ οὗ καὶ ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου καὶ τῶν ἀγγέλων ποὺ τὸν ἀκολούθησαν, καὶ οἱ ἄνθρωποι. Στὴν ὑπόλοιπη δημιουργία δὲν μπορεῖ νὰ γίνει λόγος γιὰ ἐλευθερία βουλήσεως. Τὰ ζῶα δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, ἀφοῦ κάθε ἐνέργειά τους καθορίζεται ἀπὸ τὰ ἔνστικτά τους, ἀπὸ ἄλλους παράγοντες, γι’ αὐτὸ καί, ὅπως προαναφέραμε, δὲν ἔχουν ὁποιαδήποτε ἠθικὴ εὐθύνη γιὰ τὶς πράξεις τους. Ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα: ἕνα ζῶο τρώει ὅταν πεινάσει, ἐνῶ ὅταν δὲν πεινᾶ δὲν τρώει. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πεινᾶ καὶ νὰ μὴν τρώει, γιατὶ θέλει νὰ κάνει νηστεία, ἢ μπορεῖ νὰ μὴν πεινᾶ καὶ νὰ τρώει, γιατὶ εἶναι λαίμαργος, ἄρα ὑποδουλωμένος σὲ κάποιο πάθος. Δὲν μιλᾶμε φυσικὰ γιὰ τὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ ὑπάρχει κάποια σωματικὴ ἢ ψυχικὴ ἀσθένεια (ἀνορεξία, βουλιμία κλπ.).

Στὸ ἐρώτημα, λοιπόν, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐλευθερία βουλήσεως, ἡ ἀπάντηση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι σαφέστατα θετική. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος, γι’ αὐτὸ καὶ ὑπεύθυνος γιὰ τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἐπιλογές του. «Αὐτεξουσίους ἡμᾶς εἰργάσατο ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός, καὶ πανταχοῦ ἀπὸ τῆς γνώμης τῆς ἡμετέρας ἢ κατακρίνει, ἢ στεφανοῖ» (Ἱερὸς Χρυσόστομος). Ἀσφαλῶς καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐπηρεάζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴν κληρονομικότητα καὶ τὰ γονίδιά του. Ἀσφαλῶς καὶ ἐπηρεάζεται σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὸ περιβάλλον, στὸ ὁποῖο μεγάλωσε, καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς του. Τίποτα, ὅμως, ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν καθορίζει σὲ ἀπόλυτο βαθμό. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ αὐτοκαθοριστεῖ, ὅσες καὶ ὅ,τι ἐπιδράσεις κι ἂν κουβαλᾶ, γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι αὐτεξούσιος, γιατὶ ἀκριβῶς ἔχει ἐλευθερία βουλήσεως.

Κεντρικὴ θέση στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἐπέχει ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας. Τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ Κυρίου, μόλις ἄρχισε τὴ δημόσιά Του δράση, ἦταν ἡ κλήση τῶν ἀνθρώπων σὲ μετάνοια. «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. δ’ 17). λληνικ λέξη «μετάνοια» προέρχεται π τν πρόθεση «μετὰ» κα τ ρμα «νοῶ» (=σκέφτομαι). Σημαίνει, λοιπόν, λλαγ νοός, λλαγ τρόπου σκέψεως, λλαγ τρόπου ζως. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτεξούσιος, τότε δὲν ἔχει κανένα νόημα ἡ λέξη μετάνοια, ἀφοῦ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δὲν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει οὔτε τρόπο σκέψεως οὔτε τρόπο ζωῆς. Ἡ δισχιλιετὴς ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡστόσο, εἶναι γεμάτη ἀπὸ πολὺ χαρακτηριστικὰ παραδείγματα μετανοίας: τοῦ ληστοῦ πάνω στὸν σταυρό, ποὺ ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου, τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἀπὸ μεγαλύτερη πόρνη τῆς Ἀλεξανδρείας ἔγινε πρότυπο ἁγιότητος, τοῦ Ἁγ. Μωυσέως τοῦ Αἰθίοπος καὶ τόσα καὶ τόσα ἄλλα, ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Καὶ κάτι τελευταῖο, τὸ ὁποῖο σχετίζεται ἄμεσα μὲ τὸ θέμα μας. Ἡ δυτικὴ θεολογία (κυρίως ἡ προτεσταντικὴ) ἀνέπτυξε μία διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀκυρώνει στὴν πράξη ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διδάσκει περὶ τοῦ αὐτεξουσίου, περὶ τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως. Πρόκειται γιὰ τὸν λεγόμενο «ἀπόλυτο προορισμό». Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴ διδασκαλία, τὴν ὁποία ἀνέπτυξε κατὰ κύριο λόγο ὁ Ἰωάννης Καλβῖνος, ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν πτώση του ἔχασε ἐντελῶς κάθε δυνατότητα θελήσεως γιὰ ὁποιοδήποτε πνευματικὸ ἀγαθό. Ὡς ἐκ τούτου, τὸ ποιοί θὰ σωθοῦν καὶ ποιοί ὄχι δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς δικές τους ἐπιλογές, ἀλλὰ εἶναι καθαρὰ ἐπιλογὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς προόρισε κάποιους γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρία καὶ κάποιους ἄλλους γιὰ τὴν αἰώνια τιμωρία. Τὴν περὶ ἀπολύτου προορισμοῦ διδασκαλία τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀπορρίπτει μετὰ βδελυγμίας ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Συμφώνως πρὸς τὴν βιβλικὴ καὶ τὴν πατερικὴ θεολογία, ὁ Θεὸς ὡς παντογνώστης προγνωρίζει, ἀσφαλῶς, ποιοί θὰ σωθοῦν καὶ ποιοί ὄχι, σὲ καμία περίπτωση, ὅμως, δὲν τὸ προκαθορίζει. Ὁ Θεὸς σέβεται ἀπόλυτα τὴν ἐλευθερία μας, τὴν ὁποία Ἐκεῖνος μᾶς δώρισε, ἀκόμη καὶ ὅταν αὐτὴ ἡ ἐλευθερία στρέφεται ἐναντίον Του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὅλη διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη διδασκαλία τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στηρίζεται στὸ «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν» (Μάρκ. η’ 34).

 

          (Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσιςερς Μητροπόλεως Λεμεσο», τεῦχος 114 (2023), σ. 9-11)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ

 

ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ Ι.Μ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 radio.jpg

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

Copyright © AP.ANDREAS.LEMESOU 2014. All Rights Reserved.