π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΣΚΟΥ: «Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΥΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»

 

Ἡ ὀρθόδοξη ἄποψη γιὰ τὴν καύση τῶν νεκρῶν

Πρωτοπρ. Μιχαλ Βοσκο

      Ἕνα καινοφανὲς θέμα ποὺ ἀνακύπτει στὶς μέρες μας εἶναι ἡ δημιουργία ἀποτεφρωτηρίων – κρεματορίων καὶ ἡ συνεπακόλουθη δυνατότητα καύσης τῶν νεκρῶν σωμάτων ἀντὶ τῆς ταφῆς τους. Προβάλλεται μάλιστα ἀπὸ πολλοὺς ὡς μιὰ λύση ἀνάγκης γιὰ χωροταξικοὺς κυρίως λόγους. Ἐπικαλοῦνται, δηλαδή, τὴν δῆθεν ἔλλειψη καταλλήλων χώρων γιὰ δημιουργία νέων κοιμητηρίων. Τίθεται, ὡς ἐκ τούτου, ἀναπόφευκτα τὸ ἐρώτημα: Ποιά εἶναι ἡ ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὸ θέμα αὐτό; Θὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν ἀπάντησή μας σὲ δύο ἐπιμέρους βασικὰ ἐρωτήματα: Ποιά εἶναι ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέναντι στὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας σχετικὰ μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;

         Ὅσον ἀφορᾶ στὸ πρῶτο ἐρώτημα, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία, ποὺ θεωροῦσε τὸ σῶμα δεσμωτήριο τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες ποὺ περιφρονοῦν τὴν ὕλη καὶ τὸ σῶμα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στέκεται ἀπέναντι στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως καὶ γενικώτερα ἀπέναντι στὴν ὕλη, μὲ ἀπέραντο σεβασμό. Ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι διφυής· ἀποτελεῖται ἀπὸ ψυχὴ καὶ σῶμα. Τόσο ἡ ψυχή του ὅσο καὶ τὸ σῶμα του ἀποτελοῦν ἰδιαίτερη δημιουργία τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος Θεὸς ἔπλασε ἀρχικὰ τὸ σῶμα τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τοῦ Ἀδάμ, «χοῦν (λαβὼν) ἀπὸ τῆς γῆς» καὶ στὴ συνέχεια «ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν» (Γεν. β’ 7). Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποτελεῖ μόνο ἡ ψυχή, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ὡς ψυχοσωματικὴ ἑνότητα κατ’ εἰκόνα τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅταν δὲ ὁ ἄνθρωπος ἀξιώνεται νὰ φθάσει στὴ θέωση, στὴ μετοχὴ στὴν ἄκτιση Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, θεοῦται τότε ὄχι μόνο ἡ ψυχή του, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐρωτᾶ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου: «ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν ῾Αγίου Πνεύματός ἐστιν;» (Α’ Κορ. στ’ 19).

Ἄμεση συνέπεια αὐτῆς τῆς στάσης τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέναντι στὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ἡ τιμὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τῶν Ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖ βασικὸ κεφάλαιο τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Ἐπειδὴ στὰ Τίμια Λείψανα ἐνοικεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καθίστανται πηγὴ ἁγιασμοῦ γιὰ ὅλους μας. Ὅσο κι ἂν ἡ ἐκκοσμικευμένη λογικὴ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου προσπαθεῖ νὰ ἀπορρίψει ἢ νὰ μειώσει τὴ σημασία τῆς τιμῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων, γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἡ προσκύνηση καὶ ἡ τιμὴ τῶν Λειψάνων τῶν Ἁγίων, εἴτε αὐτὰ παραμένουν ἄφθαρτα ὁλόκληρα (τοῦ Ἁγ. Σπυρίδωνος Τριμυθοῦντος, τοῦ Ἁγ. Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ, τοῦ Ἁγ. Διονυσίου τοῦ ἐν Ζακύνθῳ κ.ο.κ.) εἴτε παραμένουν ἄφθαρτα μόνο τεμάχιά τους, ἀποτελεῖ μιὰ βασικὴ παράμετρο τῆς πίστης μας, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ προσκύνηση καὶ ἡ τιμὴ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἄρνηση τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ τῶν Τιμίων Λειψάνων ἀποτελεῖ ξεκάθαρη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση.

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ ἄλλο μεγάλο θέμα τοῦ θανάτου, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διδάσκει μὲ σαφήνεια, ὅτι ὁ Πανάγαθος Θεὸς δὲν δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ πεθαίνει, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσει αἰώνια. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ἐπιλογὴ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ χωρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν ἀποτελεῖ τὸ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται» συμφώνως πρὸς τὸν σχετικὸ πατερικὸ λόγο. Ὁ θάνατος, ὡστόσο, δὲν ἀποτελεῖ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης ζωῆς. Ὁ βιολογικὸς θάνατος εἶναι ὁ βίαιος χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα πεθαίνει, θάπτεται καὶ διαλύεται εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἡ ψυχὴ ὅμως συνεχίζει νὰ ζεῖ ἐν ἀναμονῇ τῆς γενικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, ποὺ θὰ γίνει κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ ἡ αἰώνια ζωὴ ἀποτελοῦν βασικὸ δόγμα τῆς πίστεώς μας, γι’ αὐτὸ καὶ περιλαμβάνονται ὡς τελευταῖο ἄρθρο στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως· «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο μιλοῦμε στὴν ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα ὄχι γιὰ νεκρούς, ἀλλὰ γιὰ κεκοιμημένους· ὄχι γιὰ νεκροταφεῖα, ἀλλὰ γιὰ κοιμητήρια· ὄχι γιὰ θάνατο, ἀλλὰ γιὰ κοίμηση.

Ἡ βεβαιότητα τοῦ Χριστιανοῦ γιὰ τὴν τελικὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ πορεία μας στὴν αἰωνιότητα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας στὸν παρόντα κόσμο, ἐπιτρέπει στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση νὰ κάνει λόγο γιὰ μνήμη θανάτου. Ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς ἔχει συνεχῶς πρὸ ὀφθαλμῶν τὸ γεγονός, ὅτι κάποια στιγμὴ θὰ φύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ζωή. Καὶ ἡ στιγμὴ αὐτὴ εἶναι παντελῶς ἄδηλη. Ἄρα, πρέπει ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ εἶναι ἕτοιμος γι’ αὐτὴ τὴν πορεία στὴν αἰωνιότητα. Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι στάδιον πνευματικοῦ ἀγῶνος καὶ ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶναι ἕνας ἀθλητὴς ποὺ ἀγωνίζεται, γιὰ νὰ κερδίσει τὸν ἀμαράντινον στέφανον τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἡ παροῦσα ζωὴ εἶναι ἕνας διαρκὴς ἀόρατος πόλεμος καὶ ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς εἶναι ἕνας στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εὑρισκόμενος σὲ διαρκὴ ἐπιφυλακή, σὲ διαρκὴ ἐγρήγορση.

Κι ἐρχόμαστε τώρα πιὸ συγκεκριμένα στὸ θέμα τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν καὶ τὴν ὀρθόδοξη ἄποψη ἐπ’ αὐτοῦ. Ἐρωτοῦν πολλοί: Ἔχει σημασία ἐὰν ἕνα νεκρὸ σῶμα ταφεῖ ἢ καεῖ; Δὲν μπορεῖ ὁ Ἅγιος Θεὸς ν’ ἀναστήσει ἕνα σῶμα ποὺ κάηκε; Αὐτοὶ ποὺ κάηκαν ζωντανοὶ δὲν θὰ ἀναστηθοῦν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφής: Ἀσφαλῶς, ὅλα τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων θὰ ἀναστηθοῦν, εἴτε αὐτὰ ἐτάφηκαν, εἴτε ἐκάηκαν, εἴτε κατασπαράχθηκαν ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία, εἴτε ὑπέστησαν ὁποιοδήποτε ἄλλο βίαιο θάνατο. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν ἀναιρεῖ καὶ δὲν ἀκυρώνει τὸ δόγμα περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Ἀλλοιώνει, ὅμως, πέραν πάσης ἀμφιβολίας τὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν ἀπέραντο σεβασμό της ἀπέναντι στὸ ἀνθρώπινο σῶμα.

Ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ὅτι στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος γιὰ μνήμη θανάτου. Ὅταν ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς θέλει γιὰ χίλιους δυὸ λόγους νὰ ξεχάσει τὸν θάνατο, προσπαθεῖ ἀπεγνωσμένα νὰ ἐξαφανίσει ὅ,τι τὸν θυμίζει. Καὶ μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων πετυχαίνει νὰ ἐξαφανίσει ὅ,τι σημαντικότερο μᾶς θυμίζει τὸν θάνατο. Πῶς διατηρεῖται μὲ ἁπτὸ τρόπο ἡ μνήμη τοῦ θανάτου στὸν ἄνθρωπο; Κυρίως μὲ τοὺς τάφους τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, ποὺ μᾶς θυμίζουν τὴ ματαιότητα τοῦ παρόντος κόσμου, μὲ τὰ ὀστὰ τους ποὺ φυλάσσονται (ἢ πρέπει νὰ φυλάσσονται) μὲ πολὺ σεβασμὸ στὰ ὀστεοφυλάκια, μὲ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν μνημοσύνων κ.ο.κ. Δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι ὁ τάφος ὀνομάζεται μνῆμα. Εἶναι τόπος μνήμης καὶ ἐπισκέψεως τῶν κεκοιμημένων. Καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονός, ὅτι τὸ νεκρὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὀνομάζεται λείψανο, ἀπομεινάριο δηλαδή. Εἶναι ὅ,τι ἀπομένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μᾶς τὸν ὑπενθυμίζει.

Τὴν ἴδια στιγμὴ μὲ τὴν ταφὴ καὶ μὲ τὴ διατήρηση τῶν ὀστῶν – λειψάνων τῶν κεκοιμημένων ἐκφράζουμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν ὀφειλομένη τιμὴ καὶ τὸν ὀφειλόμενο σεβασμό μας πρὸς τὰ κεκοιμημένα σώματα. Κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει σὲ καμιὰ περίπτωση μὲ τὴν καύση τους. Ἀς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι, ὅταν πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, παρὰ τὸν βίαιο χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν χάνεται ἡ ὑπόστασή του. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἀκόμη, ποὺ ἐπισημαίνει ὁ καθηγητὴς Γεώργιος Μαντζαρίδης: στὰ ξηρὰ ὀστὰ διατηρεῖται ζωντανὴ ἡ βιολογικὴ ταυτότητα τοῦ νεκροῦ, ὄχι ὅμως στὴ στάκτη.

         Καὶ κάτι τελευταῖο: Ἡ καύση τῶν νεκρῶν εἶναι μιὰ πρακτικὴ παντελῶς ξένη πρὸς τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας. Καὶ τὸ χειρότερο: εἶναι μιὰ πράξη ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ὑποτίμηση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ τὴ θεώρησή του ὡς κάτι κακό. Στὴν Παλαιᾶ Διαθήκη καὶ στὴν Ἱστορία τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐθεωρεῖτο πάντοτε ὡς μία καθαρὰ εἰδωλολατρικὴ πράξη. Στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἐπίσης, ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν σωμάτων ἐθεωρεῖτο μία πράξη σεβασμοῦ καὶ τιμῆς πρὸς τοὺς νεκρούς. Δὲν ὑπῆρχε μεγαλύτερη προσβολὴ πρὸς τὸν νεκρὸ ἀπὸ τὸ νὰ παραμείνει ἄταφο τὸ σῶμα του. Ἀκόμη καὶ ὅταν στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συνταντοῦμε τὴν καύση τῶν νεκρῶν σωμάτων, δὲν μιλοῦμε γιὰ ὁλοκληρωτικὴ ἀποτέφρωση καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ κονιορτοποίηση. Ὅ,τι ἀπέμενε ἀπὸ τὴν καύση τοῦ νεκροῦ σώματος τοποθετεῖτο σὲ λάρνακες ἢ σὲ ἀγγεῖα καὶ ἐθάπτετο σὲ εἰδικὸ τάφο. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν σὲ ἀποτεφρωτήρια ἢ κρεματόρια, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦμε στὶς μέρες μας, εἶναι κάτι ἐντελῶς διαφορετικό, ποὺ ἀντιμετωπίζει τὰ νεκρὰ σώματα σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὡς ἀπορρίματα. Ἀρχικὰ γίνεται πλήρης ἀποτέφρωση σὲ εἰδικὸ κλίβανο καὶ στὴ συνέχεια ὁ ἀνθρώπινος σκελετὸς ρίχνεται σὲ ἠλεκτρικὸ σπαστήρα (μίξερ),  θρυμματίζεται καὶ μετατρέπεται σὲ σκόνη. Οἱ δὲ συγγενεῖς δὲν παραλαμβάνουν τελικὰ τὴν τέφρα ἀπὸ τὸ ἀποτεφρωτήριο, ἀλλὰ σκέτη σκόνη, τὴν ὁποία μποροῦν νὰ διαχειριστοῦν ὅπως οἱ ἴδιοι ἐπιθυμοῦν. Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δηλαδή, ἀφανίζεται πλήρως. Θὰ κλείσουμε αὐτή μας τὴ σύντομη ἀναφορὰ στὴ σύγχρονη καύση τῶν νεκρῶν μὲ τὴ φράση τοῦ Ἀπ. Παύλου, ποὺ ἔχει ἀναφορὰ καὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὡς ναὸ τοῦ Θεοῦ: «εἴ τις τὸν ναὸν φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεὸς» (Α´   Κορ. γ´ 17).

            (Δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Παράκληση. Τριμηνιαία Ἔκδοσιςερς Μητροπόλεως Λεμεσο», τεῦχος 112 (2022), σ. 18-20)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΩΝ

 

ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ Ι.Μ. ΛΕΜΕΣΟΥ

 radio.jpg

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ

Copyright © AP.ANDREAS.LEMESOU 2014. All Rights Reserved.